- αποτομας
- ἀποτομάςἀπο-τομάς
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποτομάς — abrupt fem nom sg ἀποτομά̱ς , ἀποτομή cutting off fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομάδα — ἀποτομάς abrupt fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομάδας — ἀποτομάς abrupt fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομάδες — ἀποτομάς abrupt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομάδος — ἀποτομάς abrupt fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομάσι — ἀποτομάς abrupt fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COMMERCIA — generi humano perquam necessaria, abundantiâ unius regionis alterius inopiam pensant, et quae ad vivendum vel saltem commode vivendum cuique necessaria sunt, large suppeditant. Quî enim Athenae olim, cui το λεπτόγαιον Thucydides, l. 1: tribuit:… … Hofmann J. Lexicon universale
τομάς — άδος, ἡ, Α 1. δ. αν. τού ἀποτομάς, ανωμ. θηλ. τού απότομος 2. ξέφωτο σε δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] … Dictionary of Greek